Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Εντεχνο Τραγουδι

Ως "έντεχνο τραγούδι" ιστορικά ονομάστηκε εκείνο το σώμα της ελληνικής μουσικής που, με αφετηρία τη δεκαετία του '60, συνδύασε σύνθετες μουσικές φόρμες με τον λόγο ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών. Κατά μία έννοια λοιπόν: έντεχνο = μουσική τέχνη + ποιητική τέχνη. Μουσικά, το "έντεχνο" ενσωμάτωσε δημιουργικά τη λαϊκή μουσική παράδοση και το Ρεμπέτικο, αλλά υπήρξε ανοιχτό στην επιλεκτική προσέγγιση κλασσικών και σύγχρονων μουσικών ρευμάτων. Στιχουργικά, το "έντεχνο" εμπνεύστηκε από την εγχώρια ποιητική παραγωγή που μπορεί να υπερηφανεύεται για τα δύο βραβεία Νόμπελ και τα δύο βραβεία Λένιν που έλαβε εκείνη την εποχή, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε και τον λόγο ξένων ποιητών, όπως ο Λόρκα, ο Νερούδα, ο Μπρεχτ, ο Χικμέτ κ.α. Οι αρχικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος υπήρξαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, με άξιους συνεχιστές δημιουργούς όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, η ιδιάζουσα - μουσικά και στιχουργικά - περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, και άλλοι. Το ρεύμα αυτό κορυφώνεται τη δεκαετία του '70, αλλά σημαντικά έργα του εμφανίζονται και τη δεκαετία του '80. Αυτή - επιγραμματικά και απλουστευτικά για τις ανάγκες της συζήτησης - είναι η μία εκδοχή του τι σηματοδοτεί ο όρος "έντεχνο".

Όμως, κατ' άλλους, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σήμερα για να καταδείξει το έργο καλλιτεχνών που κινούνται στα πλαίσια ενός "ποιοτικού" τραγουδιού (ορισμένου από ποιον; με ποια κριτήρια;). Έτσι, στο συλλογικό μας υποσυνείδητο έχει εγγραφεί το σύγχρονο (τονίζουμε, σύγχρονο, όχι του '70 ή του '80) έργο τόσο ετερογενών καλλιτεχνών όπως η Πρωτοψάλτη, η Αρβανιτάκη, η Γαλάνη, η Τσανακλίδου, η Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Μητροπάνος, ο Μάλαμας, ο Θ. Παπακωνσταντίνου, ο Δεληβοριάς, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, οι Αδερφοί Κατσιμίχα, ο Ιωαννίδης, ο Τσακνής, ο Μαχαιρίτσας, οι Πυξ Λαξ, μέχρι και ο Χατζηγιάννης, ως "έντεχνο". Και αυτός ο χαρακτηρισμός αποδίδεται πλέον σε τραγουδιστές, δηλαδή εκτελεστές, ανεξάρτητα από το έργο τους, το περιεχόμενο και τον δημιουργό του. Το πρόβλημα είναι πραγματικό. Από τη μία, ένας όρος που δεν έχει συγκεκριμένη, διακριτή περιγραφική χρήση είναι ένας άχρηστος όρος. Ακόμα χειρότερα, ένας όρος που αυθαίρετα θέτει οτιδήποτε πέρα από αυτό σε μία υποδυέστερη θέση (έντεχνο # άτεχνο) είναι ένας μη αντικειμενικός όρος. Από την άλλη, πως θα περιγραφούν τα τραγούδια των σύγχρονων τραγουδοποιών και τραγουδιστών που δεν εντάσσονται ούτε στο ροκ-ποπ, αλλά ούτε και στο λαϊκό και ελαφρο-λαϊκό;

Τελειώνουμε με τα λόγια του Θάνου Μικρούτσικου, από το CD του Ποίηση με μουσική (ΕΜΙ, 1997) όπου ο Κώστας Θωμαΐδης ερμηνεύει την ποίηση των Κωνσταντίνου Καβάφη και Χριστόφορου Λιοντάκη σε μουσική του Μικρούτσικου. Λέει λοιπόν ο Θ.Μ.:
Πρέπει κάποτε οι μουσικολόγοι να διορθώσουν τους παρωχημένους όρους "σοβαρό", "ελαφρό", "έντεχνο" -λες και το άλλο είναι άτεχνο- "κλασικό" κτλ. Μέχρι τότε εμείς θα χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους για να συνεννοούμαστε.

Λαϊκο Τραγουδι




Η λαϊκή μας μουσική είναι βασικό μέρος της πολύτιμης και πλούσιας μουσικής μας παράδοσης και κληρονομιάς και του λαικού μας πολιτισμού.

Λαικό είναι κάτι που προέρχεται από το λαό και απευθύνεται σ’αυτόν, γι’αυτό και ο λαός το αγκαλιάζει.

Σε αντιδιαστολή και διάκριση προς τη λαική μουσική και τραγούδια της αγροτικής υπαίθρου, του βουνού και του κάμπου, του χωριού  και των μικρών επαρχιακών πόλεων (δημοτικά), το "λαικό" τραγούδι αναφέρεται στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων - αστικών κέντρων (αστικό λαικό τραγούδι). Είναι μουσική κλειστού χώρου (ταβέρνα) ενώ το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια).

Και ενώ το δημοτικό παρουσιάζει τοπική (γεωγραφική) ποικιλομορφία, το λαικό έχει πανελλήνια ομοιομορφία.

Παρ’ όλο που ο όρος λαικό περιλαμβάνει το αστικό λαικό τραγούδι που εμφανίζεται ήδη από τον 17Οαιώνα με καταβολές από το Βυζάντιο,  καθώς και  το ρεμπέτικο,  λαικό επικράτησε να λέγεται  ειδικά το λαικό αστικό τραγούδι της περιόδου 1950 –1970,  που διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.

Προέρχεται από το ρεμπέτικο, το Σμυρνέικο κλπ. , των οποίων αποτελεί  συνέχεια.

Ηκμασε κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ώς το τέλος της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με τη μεταφορά και μετακόμιση  του ρεμπέτικου από τα μικρά φτωχικά κουτούκια και ταβερνάκια σε μεγάλα κοσμικά κέντρα διασκέδασης, με φωτεινές επιγραφές και μεγάφωνα, στις φανταχτερές πίστες και στα σαλόνια.  Και από τον στενό κύκλο των φτωχών και περιθωριοποιημένων, στα ευρύτερα λαικά –και όχι μόνο!- στρώματα. Πριν εμπορευματοποιηθεί και "βιομηχανοποιηθεί" εντελώς, με τη μετατροπή της δισκογραφίας σε βιομηχανία ήδη από το 1970.

Χωρίστηκε γρήγορα σε κατηγορίες όπως «ελαφρολαικό»,  «βαρύ λαικό»  κλπ.

Η διάδοσή του βοηθήθηκε, εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες,  από το ραδιόφωνο,  -που δεν αδιαφόρησε για το λαικό όσο είχε αδιαφορήσει για το ρεμπέτικο- και από τον κινηματογράφο.Η περίοδος 1955 –1975 χαρακτηρίστηκε σαν η «χρυσή δεκαετία» του λαικού μας τραγουδιού.    

Οπως και το ρεμπέτικο, το λαικό υπήρξε «απαγορευμένος καρπός» για πολλά χρόνια. Αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα, κατασυκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε και εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να είναι συστηματικά αγνοημένο και υποτιμημένο, όπως και ολόκληρη η μουσική μας παράδοση.  Aπό μια «καθωσπρεπική» νοοτροπία, που, προσανατολισμένη μονόπλευρα στην μουσική της Δύσης, επιμένει να ντρέπεται για ό,τι ελληνικό.

Επίσης η αξία του υποτιμήθηκε και από τους φανατικούς «καθαρούς» υποστηρικτές του ρεμπέτικου, που μένοντας αυστηρά προσηλωμένοι στην εποχή του,  θεωρούν το λαικό σαν «ξεπεσμό» του ρεμπέτικου.

Η θεματολογία του ξεφεύγει από το στενό περιθωριακό πλαίσιο του ρεμπέτικου, διευρύνεται και αγκαλιάζει τον μέσο Ελληνα, προσαρμοζόμενη στη νέα διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με τον δυτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο. Επικρατεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά και θέματα από τα ζωντανά και καυτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας: Εμφύλιος, μετανάστευση, ξενητιά, φτώχεια, αδικία κλπ.

Η γλώσσα του είναι η απλή, ζωντανή, ομιλούμενη  γλώσσα του λαού,  χωρίς επιτηδευμένες λέξεις και εκφράσεις, σε αντίθεση προς πολλά ελαφρά τραγούδια της εποχής που επιδίωκαν επιδεικτικά τις ξένες λέξεις και την «ξενική» προφορά.

Συνήθως οφείλεται σε επώνυμους, ταλαντούχους, αυτοδίδακτους, εμπειρικούς  δημιουργούς, που προέρχονταν μέσα από τον λαό και ήταν συνεχιστές του ρεμπέτικου. Τα έργα τους αγαπήθηκαν από το λαό, διότι βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα του και δεν του δόθηκαν «εκ των άνω».

Κύριος εκπρόσωπος ο Τσιτσάνης, αλλά και πολλοί άλλοι (Βαμβακάρης, Παπαιωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Μπακάλης, Τζουανάκος, Ζαμπέτας, Κλουβάτος, Θόδωρος Δερβενιώτης,  κ.ά.).

Στιχουργοί: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ,  Χαράλ. Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας ΒίρβοςΧρήστος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μάνεσης κ.ά.

Τραγουδιστές: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Ευάγγελος Περπινιάδης, Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Μαρίκα Νίνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια,   Πόλυ Πάνου, Σωτηρία Μπέλλου, Μαίρη Λίντα κ.ά.




Ο Τσιτσάνης, από τους πρωτεργάτες του λαικού, αποτέλεσε «γέφυρα» ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το λαικό.  Θεωρείται σαν ο συνθέτης που «εξευγένισε» το ρεμπέτικο, απαλλάσσοντάς το από ακραία, περιθωριακά,  αντικοινωνικά και εντόνως ανατολίτικα στοιχεία.


Η μετάβαση στο λαικό επισημαίνεται  με τον «εξευρωπαισμό» των μουσικών κλιμάκων (μεγαλύτερη χρήση ματζόρε-μινόρε, έναντι των άλλων «δρόμων»),  το «ευρωπαικό» κούρδισμα του μπουζουκιού και την προσθήκη 4ηςδιπλής χορδής (Χιώτης 1953), ώστε να μπορεί να παίζει αρμονικά ακόρντα.

Νέο, πιό δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό  «ύφος» παιξίματος και ερμηνείας και χρησιμοποίηση ομοιοκαταληξίας (ρίμας) και επωδού  (ρεφρέν).

Η ορχήστρα μεγαλώνει και εμπλουτίζεται,  με προσθήκη πιάνου, ακορντεόν, κόντρα μπάσου, κλαρίνου, βιολιού, φλάουτου, κορνέτας, ντραμς κλπ.

Στα πλαίσια ενός γενικότερου εξωτισμού και τάσης φυγής από την πιεστική και δυσβάστακτη κοινωνική  μεταπολεμική πραγματικότητα, εκδηλώνεται και μία στροφή προς ανατολίτικες (οριεντάλ) αραβοπερσικές επιρροές. Ο μεγάλος αντίκτυπος στις λαικές μάζες του ινδικού κινηματογράφου ευνοεί μιά περίοδο έντονης ινδικής επιρροής.

Επίσης το λαικό δέχεται και αφομοιώνει  επιρροές από τη λατινοαμερικάνικη μουσική και την τζάζ.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Ρεμπετικο






Ρεμπέτικο τραγούδι (ή γενικά στον πληθυντικό Ρεμπέτικα) ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Την ίδια περίπου εποχή αναπτύχθηκε στα Ταμπάχανα Πάτρας μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού.

Ονομασία

Όπως μας πληροφορεί ο ερευνητής του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος, η λέξη ρεμπέτικο είναι δυσετυμολόγητη (15 ετυμολογικές εκδοχές καταγράφει στο άρθρο του),[1] πάντως πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στα 1910 και 1913 σε ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου:
  • ο ένας εκδόθηκε μάλλον το 1912 στην Κωνσταντινούπολη από τη δισκογραφική εταιρεία ORFEON RECORD με αριθμό 10188.Στη μια του πλευρά υπάρχει το τραγούδι «Απονιά», αρχικά επιθεωρησιακό που σημείωσε επιτυχία στη Σμύρνη και έπειτα ηχογραφήθηκε. Στην ετικέτα του δίσκου και δίπλα στον τίτλο, μέσα σε παρένθεση, υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.
  • Ο άλλος δίσκος ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μάλλον το 1913 από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία FAVORITE RECORD. Στη μια πλευρά του δίσκου υπάρχει το γνωστό τραγούδι Τίκι τίκι τακ άγνωστου δημιουργού με ερμηνευτή τον Γιάγκο Ψαμαθιανό. Κάτω από τον τίτλο υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.[2]
Οι ίδιοι οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τα τραγούδια τους απλά «λαϊκά τραγούδια». Ο όρος «ρεμπέτικο» καθιερώθηκε στη δεκαετία του '60, κυρίως λόγω της δουλειάς του Ηλία Πετρόπουλου, για να συμπεριλάβει όλην την προγενέστερη λαϊκή μουσική, αλλά και άλλα είδη όπως τα σμυρναίικα, τα πολίτικα, τα μουρμούρικα και άλλα αδέσποτα τραγούδια, που δεν έχουν στενή μουσικολογική σχέση μεταξύ τους.

Μουσικά όργανα και ορχήστρα

Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το μπουζούκι και η κιθάρα. Το μπουζούκι είναι το σολιστικό όργανο και παίζει την μελωδία, ενώ η κιθάρα αναλαμβάνει το ρυθμικό μέρος -με παίξιμο «μπασοκίθαρο» όπως λέγεται ο χαρακτηριστικός τρόπος παιξίματος της λαϊκής κιθάρας. Συχνά υπάρχουν δύο μπουζούκια που παίζουν διφωνίες (πρίμο-σεγόντο) ή και ψηλά-χαμηλά. Καμιά φορά συμμετέχει και ο μπαγλαμάς σαν σολιστικό συμπλήρωμα του μπουζουκιού, αν και τις περισσότερες φορές παίζει ρυθμό.
Ενίοτε χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, το κοντραμπάσο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις.

Συνθέτες - Στιχουργοί - Μουσικοί - Τραγουδιστές

 



Προϊστορία


Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα "μουρμούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν γιάλα" ή "γιαλελέλι". Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ΄ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή.
Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.

Περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων


Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική πλέον ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις.
Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά).

Κλασική περίοδος



«Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς» το πρώτο επαγγελματικό συγκρότημα «μπουζουκομπαγλαμάδων»
Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Μέχρι το '41 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι. Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία[3]. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λ.π. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις.
Με τη κήρυξη του πολέμου το 1940 γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια για τον πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά τέτοια ήταν "Ο Μάρκος φαντάρος" (Μ. Βαμβακάρη), "Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι", "Στης Πίνδου τα βουνά", "Γλυκό νά 'ναι το βόλι", (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), "Τον πόλεμο μας κήρυξες" (του Καρίπη), "Θα πάρω το τουφέκι μου" (του Κηρομύτη), κ.ά. Με την γερμανική κατοχής το 1941, τα εργοστάσια των δισκογραφικών εταιρειών κλείνουν και οι ηχογραφήσεις σταματούν έως το 1946.

Εποχή της μαζικής αποδοχής


Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεώτερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του μουσικού είδους[4] και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες του είδους είναι οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Mωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι.
Στη δεκαετία του '60, αρχίζει η εποχή της 'πρώτης αναβίωσης' του ρεμπέτικου, όπου και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα και ανθολογίες τραγουδιών, από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος,[5][6][7] βιογραφίες ρεμπετών, ενώ γίνονται και αρκετές νέες ηχογραφήσεις (την πρώτη "μελέτη" όμως έχει παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις ήδη μετά την κατοχή).[8][9] Όμως από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας θα εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην Ελληνική συμφωνική δημιουργία: πρόκειται για το κονσέρτο για δύο βιολιά όπου εντάσσει, στο δεύτερό του μέρος, το Θα πάω εκεί στην Αραπιά του Βασίλη Τσιτσάνη. Τον επόμενο χρόνο ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου θα χρησιμοποιήσει σε δικό του συμφωνικό έργο, τον ΄΄Βασίλη Αρβανίτη,΄΄ ένα ζεϊμπέκικο.

Θεματολογία


Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή - παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.
Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων, και άλλα.
Ειδικότερα για τους ρεμπέτες χαρακτηριστικοί υπήρξαν οι "αισιόδοξοι" στίχοι δύο κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών: 

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ΄ αγαπούνε,
μόλις θα μ΄ αντικρύσουνε θυσία θα γενούνε.
(στίχοι, σύνθεση Μ. Βαμβακάρη)
Εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά, μες΄ τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά.

Παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά.
(στίχοι σύνθεση Απ. Καλδάρα)

Ετυμολογία της λέξης Ρεμπέτικο



1.       Η άποψη που υποστηρίζουν οι περισσότεροι είναι πώς η λέξη ρεμπέτικο προέρχεται από ο  ρήμα "ρέμβομαι" που σημαίνει τριγυρνώ, ρεμβάζω.

2.    Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο "Ρεμπέτικα Τραγούδια" (εκδ. Κέδρος-1979) ισχυρίζεται πως η λέξη ρεμπέτης σημαίνει πλανόδιος μουσικός, ασίκης. Λέει πως δίνει ετυμολογία της λέξης αλλά το παραπάνω για ερμηνεία το κόβω.

3.      Ο Πάνος Σαββόπουλος στο βιβλίο «περί της λέξεως “Ρεμπέτικο” το Ανάγνωσμα… και άλλα» ισχυρίζεται πως η πρώτη εμφάνιση της λέξης “ρεμπέτικο” έγινε κάπου μεταξύ 1910 και 1913 στις ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου, αλλά το είδος της μουσικής των δίσκων αυτών ήταν καθαρά ελαφρό, επιθεωρησιακού ύφους, χωρίς καμία σχέση με αυτό που σήμερα έχει επικρατήσει να ονομάζουμε ρεμπέτικο। Και τα δύο κομμάτια είχαν ηχογραφηθεί στην Κων/λη. Πρόκειται για τους δίσκους «Απονιά», τραγούδι από δημοφιλή επιθεώρηση της Σμύρνης της εποχής, μάλλον με σμυρναίικο μουσικό σύνολο και για το σήμερα πασίγνωστο «Τικ Τακ» με τον (Πολίτη) Γιάγκο Ψαμμαθιανό.
Με αυτό δεδομένο, ο Π. Σαββόπουλος προβληματίζεται για τους λόγους που οδήγησαν στη συγκεκριμένη χρήση, για πρώτη μάλιστα φορά, του συγκεκριμένου προσδιορισμού σε δίσκους. Καταλήγει στην υπόθεση ότι οι υπεύθυνοι των δύο εταιριών (που μπορεί να ήταν και ένα μόνο πρόσωπο, αφού μιλάμε για την ίδια πόλη και την ίδια εποχή) έψαχναν για έναν «όρο» που να θύμιζε κάτι σαν το γαλλικό «μποέμ» που ήταν πολύ της μόδας ως όρος σε αντίστοιχα τραγουδάκια της Ευρώπης, αλλά όχι αρκούντως «ελληνικό». Δημιούργησαν λοιπόν τη λέξη «Ρεμπέτικο». Για τη δημιουργία της λέξης, λέει ο Π. Σαββόπουλος, ο «νονός» βοηθήθηκε - καθοδηγήθηκε από τα γενικώς γνωστά ρέμβω, ρέμβομαι - ρέμπομαι, που σημαίνουν (μεταξύ άλλων πάντως, τονίζω εγώ) και κάτι σαν «ζω μποέμικα». Έτσι γεννήθηκε η λέξη «Ρεμπέτικο» και από εκεί και πέρα πήρε πια το δρόμο της. Τη βρίσκουμε σποραδικά σε περιοδικά της εποχής, αργότερα σε κάποια -όχι πολλά είναι η αλήθεια- δισκογραφημένα τραγούδια της ελληνικής ή ελληνοστοχεύουσας παραγωγής και σιγά-σιγά η λέξη διαδίδεται, σε βαθμό μάλιστα που να «αναγκάζει» και κάποιους τραγουδοποιούς να τη χρησιμοποιήσουν κάποιες λίγες φορές, ίσως παρά τη δική τους ενδόμυχη θέληση.


4. Η λέξη ρεμπέτικο προέρχεται από την λατινική λέξη «rebelis» που σημαίνει επαναστάτης, αντάρτης.
Και εξηγούμαι.
Το 1834 η Αθήνα γίνεται η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στην περιοχή του ψυρή συγκεντρώθηκαν οι πρώην αγωνιστές περιμένοντας να πάρουν αποζημίωση για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον πόλεμο, γαίες, σύνταξη ή κάποια δουλειά στο δημόσιο δηλαδη. Ως γνωστόν ελάχιστοι από αυτούς αποζημιώθηκαν. Οι υπόλοιποι επειδή το μόνο που ήξεραν να κάνουν ήταν να πολεμάν, είτε πήραν τα βουνά και έγιναν ληστές είτε έμειναν στου Ψυρή και έφτιαξαν τον πυρήνα του ελληνικού υποκόσμου, είναι αυτοί που λίγα χρόνια αργότερα τους είπαν Κουτσαβάκηδες. Στην περιοχή του ψυρή λοιπόν, αλλά και στις φυλακές που έκλειναν αυτούς τους ανθρώπους άρχισε να διαμορφώνεται ένα είδος μουσικής που είναι ο πρόγονος του ρεμπέτικου, το μουρμούρικο τραγούδι.
Δεν αποκλείεται αυτούς τους ανθρώπους να τους έλεγαν ρέμπελους (σημαίνει επαναστάτης και προέρχεται και αυτό από το rebelis) καθόσον πρώην επαναστάτες ήταν, η λέξη ρέμπελος στη συνέχεια έγινε ρεμπέτης। Τα ρεμπέτικα τραγούδια λοιπόν, είναι να τραγούδια που τραγουδούσαν οι επαναστάτες, αλλά ως εκεί, μπορεί η λέξη ρεμπέτης να σημαίνει επαναστάτης αλλά το ρεμπέτικο τραγούδι σε καμία περίπτωση δε είναι επαναστατικό.
Συνοψίζοντας η λέξεις ρεμπέτης και ρεμπέτικο προέρχονται από τη λέξη rebelis αλλά η ερμηνεία τους είναι όπως τη δίνει ο Πετρόπουλος.
Κάτι που με κάνει να στηρίζω αυτή την άποψη είναι το ότι, ο Καζαντζάκης στο εξαίρετο βιβλίο του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» χρησιμοποιεί δύο φορές τη λέξη ρεμπέτης με τη σημασία επαναστάτης.

Μουσικη: Ορισμος


Ως μουσική ορίζεται η τέχνη που βασίζεται στην οργάνωση ήχων με σκοπό τη σύνθεση, εκτέλεση και ακρόαση/λήψη ενός μουσικού έργου. Με τον όρο εννοείται επίσης και το σύνολο ήχων από το οποίο απαρτίζεται ένα μουσικό κομμάτι.
Γνωστή και ως Απολλώνια Τέχνη, η μουσική παίρνει το όνομά της από τις εννέα Μούσες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Καθ' αυτή την έννοια, η μουσική διέφερε σημασιολογικά της σημερινής χρήσης του όρου, και περιελάμβανε το σύνολο των τεχνών που βρίσκονταν υπό την προστασία των Μουσών. Στην Αρχαία Ελλάδα, ο όρος εννοούσε την Ποίηση, το Μέλος και τον Χορό ως μια αδιάσπαστη ενότητα τεχνών η οποία καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Θέατρο, ενώ τη θεωρία της Μουσικής εξέφραζε ο κλάδος της Αρμονικής. Ο διαχωρισμός αυτός υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Έτσι σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η μουσική ως τέχνη, έρχεται να καλύψει την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει με τους ήχους, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ψυχικές του καταστάσεις.
Τόσο ο ορισμός της μουσικής, όσο και σχετικά με τη μουσική θέματα όπως η εκτέλεση, η σύνθεση και η σπουδαιότητά της, διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό και ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. Η ερώτηση 'τί είναι μουσική;' έχει γίνει θέμα συζητήσεων - μεταξύ λογίων και μη -, έχει δεχτεί πληθώρα απαντήσεων, όμως καμία δεν ερμηνεύει το φαινόμενο της εν λόγω τέχνης σε καθολικό, διαπολιτιστικό επίπεδο. Μεταξύ άλλων, λεξικοί ορισμοί ορίζουν τη μουσική ως 'τέχνη και επιστήμη των ήχων' ενώ το Βρετανικό Λεξικό της Οξφόρδης εξηγεί πως πρόκειται για "μια από τις καλές τέχνες που ασχολείται με το συνδυασμό ήχων με σκοπό την ομορφιά ως προς τη φόρμα και την έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων." [1] Ένας συχνόχρηστος ορισμός προέρχεται από τον μουσικοσυνθέτη Έντγκαρ Βαρές (Edgar Varese), ο οποίος χαρακτηρίζει τη μουσική ως 'οργανωμένο ήχο'.[2] Ωστόσο, ο αμερικανός εθνομουσικολόγος Μπρούνο Νετλ αναφέρει πως "πολύ λίγοι λαοί έχουν έννοιες (κι επομένως λέξεις) αντίστοιχες με αυτή της Ευρωπαϊκής 'μουσικής'.